-
1 Στρατευόμενη Εκκλησία
Στρατευόμενη Εκκλησία ηВоинствующая Церковь – общество верующих христианΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Στρατευόμενη Εκκλησία
-
2 Θριαμβεύουσα Εκκλησία
Θριαμβεύουσα Εκκλησία ηТоржествующая Церковь – небесная Церковь, члены которой пребывают в вечном блаженстве с Богом (ангелы, святые, усопшие праведники). Торжествующая Церковь неразрывно связана во Христе с Воинствующей Церковью (см. Ζώσα Εκκλησία, Στρατευόμενη Εκκλησία), с подвизающимися христианами, совершающими поминовения по усопшим и служащими молебны святымΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Θριαμβεύουσα Εκκλησία
-
3 Ζώσα Εκκλησία
Ζώσα Εκκλησία ηВоинствующая Церковь – общество верующих христиан, см. Στρατευόμενη ΕκκλησίαΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Ζώσα Εκκλησία
См. также в других словарях:
εκκλησία — Η αρχική σημασία της λέξης ήταν συνάθροιση του λαού, σύναξη. Ο χριστιανισμός έδωσε στον όρο ειδική σημασία, ώστε ε. να ονομάζεται πλέον το σύνολο των χριστιανών και κατ’ επέκταση οι χριστιανοί που ανήκουν πολιτικά σε ένα κράτος (π.χ. Ε. της… … Dictionary of Greek
στρατεύω — (I) ΝΜΑ [στρατός] (μέσ. και παθ.) στρατεύομαι καλούμαι και κατατάσσομαι στον στρατό, καλούμαι να υπηρετήσω ως στρατιώτης νεοελλ. μέσ. 1. μτφ. (το μέσ.) στρατεύομαι τάσσομαι στην υπηρεσία ενός σκοπού 2. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) στρατευόμενος … Dictionary of Greek